ιχθυοπαραγωγός

ιχθυοπαραγωγός
ό
1. (για τόπους) α) αυτός που περιέχει ή παράγει σημαντικές ποσότητες ψαριών
β) αυτός που στηρίζει την οικονομία του στην παραγωγή ψαριών
2. το αρσ. ως ουσ. ο ιχθυοπαραγωγός
αυτός που ασχολείται επαγγελματικά με το ψάρεμα, με την καλλιέργεια ή με την εισαγωγή ψαριών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰχθυ(ο)-* + παραγωγός].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ιχθυ(ο)- — (AM ἰχθυ[ο] ) α συνθετικό πολλών λέξεων τής Ελληνικής από τη λ. ἰχθύς, ύος, «ψάρι». ΣΥΝΘ. ιχθυγόνος, ιχθυοειδής, ιχθυoκένταυρος, ιχθυόκολλα, ιχθυολογώ, ιχθυοπώλης, ιχθυοτρόφος, ιχθυοφάγος, ιχθυοφόρος αρχ. ιχθυβολεύς, ιχθύβολος, ιχθυβόλος,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”