- ιχθυοπαραγωγός
- ό1. (για τόπους) α) αυτός που περιέχει ή παράγει σημαντικές ποσότητες ψαριώνβ) αυτός που στηρίζει την οικονομία του στην παραγωγή ψαριών2. το αρσ. ως ουσ. ο ιχθυοπαραγωγόςαυτός που ασχολείται επαγγελματικά με το ψάρεμα, με την καλλιέργεια ή με την εισαγωγή ψαριών.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰχθυ(ο)-* + παραγωγός].
Dictionary of Greek. 2013.